Αμρ ιμπν ελ Ας

Αμρ ιμπν ελ Ας
(7ος αι. μ.Χ.).Άραβας στρατηγός που πήρε μέρος στην εκστρατεία για την κατάκτηση της Συρίας και στη συνέχεια κατέλαβε την Αίγυπτο όπου ίδρυσε την πόλη Φοστάτ, στην περιοχή που σήμερα λέγεται Παλαιό Κάιρο. Ο στρατηγός, που ήταν υπόδειγμα μουσουλμάνου, έχει συνδέσει το όνομά του με το ομώνυμο τζαμί του Καΐρου, ένα από τα σπουδαία αξιοθέατα της ισλαμικής αρχιτεκτονικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αμρ ιμπν Κουλθούμ — (6ος αι. μ.Χ.). Άραβας προϊσλαμικός ποιητής. Toέργο του καλύπτει ένα από τα επτά τμήματα της περίφημης προϊσλαμικής ποιητικής ανθολογίας Μουαλακάτ.Πολύ λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του. Σύμφωνα με την παράδοση, έγινε αρχηγός της φυλής των… …   Dictionary of Greek

  • Τάραφα, Αμρ ιμπν Αλαμπάντ — Άραβας ποιητής που πέθανε το 560 ή το 570. Ήταν καμηλοβοσκός του πατέρα του, αλλά ο πατέρας του τον έδιωξε, επειδή παραμελούσε τη φύλαξη των ζώων, που του εμπιστεύτηκε, γιατί έγραφε ποιήματα. Υπηρέτησε τότε στην αυλή του ηγεμόνα Χιρ Αμρ μπεν Χιντ …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Δαμιέτη — (DumyatDamietta). Πόλη (περ. 90.000 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (589 τ. χλμ., 914.614 κάτ.) της Κάτω Αιγύπτου. Η πόλη είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Νείλου, στο βορειοδυτικό άκρο της λίμνης Μενζάλας και σε… …   Dictionary of Greek

  • Κάιρο — I Η παλαιότερη ελληνική εφημερίδα του Καΐρου. Ιδρύθηκε το 1873 από τον M.K. Νομικό και αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία των Γ. Μαυράκη, Μ.I. Νομικού και τέλος του Α. Βαμβακούκη. Το τελευταίο της φύλλο τυπώθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1895. Η εφημερίδα,… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • μουταζιλίτες — Οπαδοί ισλαμικής διδασκαλίας (μουταζωισμός) που αναπτύχθηκε στη Μεσοποταμία τον 8o αι. μ.Χ. Οι μ. βρίσκονταν ανάμεσα στους χαριτζίτες – που θεωρούσαν άπιστο κάθε αμαρτωλό μουσουλμάνο και τους μουρτζιίτες νομιμόφρονες, αλλά με χαλαρές θρησκευτικές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”